μετριόφρων

μετριόφρων
1) modeste
2) pudique

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μετριόφρων — ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, ον) αυτός που δεν τού αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως) με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

  • μετριοφρονώ — (ΑΜ μετριοφρονῶ, έω) [μετριόφρων] είμαι μετριόφρων, ταπεινοφρονώ …   Dictionary of Greek

  • ακαύχητος — η, ο 1. ο μη καυχησιάρης, ο μετριόφρων 2. αυτός που δεν έχει τίποτε για το οποίο να μπορεί να καυχηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καυχώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ακενόδοξος — ἀκενόδοξος, ον (Α) αυτός που δεν κατέχεται από κενοδοξία, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κενόδοξος. ΠΑΡ. ἀκενοδοξία] …   Dictionary of Greek

  • ακόμπαστος — η, ο (Α ἀκόμπαστος, ον) [κομπάζω] αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων …   Dictionary of Greek

  • ακόρδωτος — η, ο αυτός που δεν κορδώνεται, που δεν υπερηφανεύεται, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κορδωτός < κορδώνω] …   Dictionary of Greek

  • αξύπαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ξυπάζεται, δεν δείχνει αλαζονεία, ο μετριόφρων 2. ο αναιδής …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …   Dictionary of Greek

  • μετριοφροσύνη — η (ΑΜ μετριοφροσύνη) [μετριόφρων] η ιδιότητα τού μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις …   Dictionary of Greek

  • μετριοφρόνως — (Μ μετριοφρόνως) επίρρ. βλ. μετριόφρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”